- ποικιλία
- Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους.
Από όλες τις π. και φυτικές μορφές γενικά, αυτές που προέρχονται από τεχνητές διασταυρώσεις και επιλογή έχουν τα καλύτερα χαρακτηριστικά, γι’ αυτό και καλλιεργούνται για να επιτευχθούν νέα και καλύτερα αποτελέσματα.
(Μαθημ.). Έστω Sv ένας γραμμικός χώρος με διάσταση ν (ν = φυσικός αριθμός) υπεράνω ενός σώματος F και f1 f2, ..., fμ πολυωνυμικές συναρτήσεις, ορισμένες στο χώρο Sv. To υποσύνολο, V, του χώρου Sw που αποτελείται από τις λύσεις του συστήματος: f1 (x) = 0, f2(x) = 0, ..., fμ(χ) = 0 ονομάζεται: αλγεβρική ποικιλία.
Αν V και W είναι οι α.π. από το χώρο Sv, που χαρακτηρίζονται από τα συστήματα: f1 (x) = 0, i = 1,2, ..., μ, gj (x) = 0, j = l, 2, ..., λ, τότε ονομάζεται α) άθροισμα V + W η α.π. (από το χώρο Sv), που ορίζεται από το σύστημα: fj (x) . gj (x) = 0, i = 1, 2, ..., μ, j = 1, 2, ..., λ και β) γινόμενο V . W η α.π. (από το χώρο Sv), που ορίζεται από το σύστημα: fj (x) = 0, i = 1, 2, ..., μ, gj (x) = 0, j = 1, 2, ..., λ.
Λέμε ότι η α.π. W είναι υποποικιλία της V, εάν περιέχεται γνησίως στη V.
Μια α.π. V (από το χώρο Sv) λέγεται αναλλοίωτη, εάν δεν είναι κενή και δεν υπάρχουν δυο α.π. (από το χώρο Sv), που να είναι υποποικιλίες της V και το άθροισμα τους να είναι η V. Στην αντίθετη περίπτωση λέμε ότι η π. είναι μη αναλλοίωτη.
Οι α.π. εξετάζονται όχι μόνο από αλγεβρική, αλλά και από «τοπολογική» άποψη.
* * *η, ΝΜΑ [ποικίλος]η ύπαρξη διαφορών, η ανομοιότητα ανάμεσα στα πράγματα ενός συνόλου (α. «ποικιλία χρωμάτων» β. «διὰ τὰς τῶν πραγμάτων ποικιλίας», Πολ.)νεοελλ.1. πιάτο που σερβίρεται συνήθως κρύο σε μπιραρίες, ουζερί, ταβέρνες κ.λπ. και περιέχει διάφορα είδη εδεσμάτων2. βιολ. απόκλιση από την τυπική μορφή ενός είδους ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά3. (ταξιν.) συνώνυμο τού τάξον4. φρ. α) «χάριν ποικιλίας» — για αποφυγή μονοτονίαςβ) «ποικιλία καλλιεργούμενη» ή «ποικιλία καλλιεργητική»βοτ. γενικός όρος χωρίς ταξινομική σημασία που αναφέρεται σε i) μια ομάδα ενός καλλιεργούμενου είδους φυτώνii) μια ομάδα καλλιεργούμενων φυτών που διακρίνονται από άλλες ομάδες τού ίδιου φυτού βάσει οποιουδήποτε μορφολογικού, φυσιολογικού, κυτταρολογικού, χημικού ή άλλου χαρακτηριστικού που είναι σημαντικό από γεωργική ή δασική άποψη και τα οποία, αναπαραγόμενα εγγενώς ή αγενώς, διατηρούν το διακριτικό τους χαρακτηριστικόiii) οποιοδήποτε κλώνο ή ποικιλία φυτού που δημιουργείται με γεωργικές ή ανθοκομικές τεχνικές και δεν απαντά στη φύσηαρχ.1. στόλισμα, διακόσμηση με διάφορα χρώματα,ποίκιλση, διαποίκιλση2. ύφανση, ταπητουργία3. το να είναι κάτι κατάστικτο από διάφορα χρώματα, παρδαλό («καὶ ἐν τῷ δέρματι προϋπάρχει ἡ ποικιλία, καὶ ἐν τῷ τῆς γλώττης δέρματι», Αριστοτ.)4. (σχετικά με ύφος λόγου, μουσικής) διάνθιση, διάνθισμα («ταῑς περὶ τὴν λέξιν εὐρυθμίαις καὶ ποικιλίαις κεκοσμήκαμεν αὐτόν», Ισοκρ.)5. η αστάθεια ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς6. (συν. με αρνητική σημ.) η πανουργία7. διαφορετική μορφή ενέργειας («οὔτε τομὴ οὔτε καῡσις οὔτε ἄλλη ποικιλία», Ιπποκρ.)8. περιπλοκή9. στον πληθ. αἱ ποικιλίαιτεμάχια κεντημένα, κεντήματα.
Dictionary of Greek. 2013.